1 ἑλκύδριον, -ου, τό


dim. de ἕλκος, medic. heridita, úlcera pequeña ἢν δὲ μή, ἑ. ἐγκαταλειφθῆναι κίνδυνος ἀναλθές Hp.Art.63, cf. Ar.Eq.907, τὸ ὑπολειφθὲν [καὶ] κατὰ τὴν βάσιν ἑ. ἀποθεραπεύειν al caer el ombligo, Sor.2.14.6, cf. Plu.2.299f, ἑ. τι μικρὸν ἀφλέγμαντόν τε καὶ ἀνώδυνον en la uña, Gal.7.386, ὑπὸ τὸ γόνυ τὸ δεξιὸν ἑ. ἄνθρακι ἐοικός Aristid.Or.47.14, cf. Steph.in Hp.Aph.1.164.27, Gp.12.27.4.